Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Καβάλα: Η «περίεργη πόλις»


Τέσσερα γράμματα.
Στιγμές και σκέψεις. Πολύτιμη επικοινωνία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους 44 χρόνια πριν. Πριν από τα κινητά και το διαδίκτυο. Ένα –δυο χρόνια πριν έμπαιναν οι πρώτες τηλεφωνικές συνδέσεις στα σπίτια μας, στην επαρχιακή μας πόλη. Θυμάμαι τον ήλιο να καίει τις πλάκες του πεζοδρομίου έξω από τον «Αστέρα» εκείνο τον Ιούλιο. Είναι από τις πρώτες μου μνήμες με το χεράκι μου μέσα στο χέρι της γιαγιάς μου. Τότε που γεννιόταν το φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου, ένα σχολείο για τη γενιά μας στην Ανατολική Μακεδονία. Οι αναφορές σε πρόσωπα θα μπορούσαν να γεμίσουν τόμους αναμνήσεων.




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΓΕΡΗΣ
Καβάλα: Η «περίεργη πόλις»
του Νίκου Εγγονόπουλου.
Άνθρωποι και κτίρια υπό το βλέμμα
του υπερρεαλιστή ζωγράφου και ποιητή
Την τελευταία φορά που βρέθηκα για υπηρεσιακούς λόγους στην πόλη
της Καβάλας ήταν στις 21 Ιουλίου 2000. Χρειάσθηκε μια μικρή
βόλτα στους δρόμους της, κοιτώντας στις πόρτες και τις βιτρίνες των κα-
ταστημάτων, για να διαπιστώσω ότι αυτή τη μέρα άρχιζε στην παραλία
η 2η έκθεση βιβλίου. Η αφίσα της Έκθεσης ήταν εύγλωττη: «Δημοτική
Βιβλιοθήκη Καβάλας – 2η Έκθεση Βιβλίου – 21 έως 30 Ιουλίου 2000.
Όμως την προσοχή μου κέντρισε το ζωγραφικό έργο του μεγάλου
των υπερρεαλιστών (Ζωγράφου και Ποιητή) Νίκου Εγγονόπουλου που
κοσμούσε την αφίσα. Ήταν ο πίνακας με τίτλο «Στο κατάστρωμα των κα-
ραβιών». Εύστοχη επιλογή μια και όλη η πόλη μοιάζει να είναι χτισμένη
στο κατάστρωμα ενός καραβιού. Στην άκρη αριστερά του έργου ο Τζιάκομο
Καζανόβα, στην άλλη άκρη, δεξιά, ο Ισίδωρος Ducasse, κόμης Λωτρεαμόν
με πτηνόμορφο πρόσωπο, πίσω η θάλασσα, κάποιο κατάρτι με σημαία, τα
πανιά, τα σύννεφα και ο κόμης πάντα με το βιολί και το δοξάρι στα χέρια
μπροστά από το βαρέλι. Στη μέση η γυμνόστηθη γυναίκα με το μισοκρυμέ-
νο πρόσωπο και το θεατρικό φόρεμα της.
Ο συνειρμός ήταν αυτόματος: Ο Εγγονόπουλος πέρασε κάποτε από την
Καβάλα, σκέφθηκα και όταν μετά από λίγο βρέθηκα συντροφιά με τους
οργανωτές της Έκθεσης τους υποσχέθηκα να τους αποστείλω τη σχετική
βιβλιογραφία. Πηγή μου το βιβλίο ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ «…και σ’
αγαπώ παράφορα» από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ (1993), στο οποίο παρατίθε-
νται οι επιστολές του Νίκου Εγγονόπουλου προς τη σύζυγο του Λένα.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος σκηνογράφος – ενδυματολόγος του ΙΠΠΟΛΥ-
ΤΟΥ που ανέβαζε το ΚΘΒΕ το 1964 στο αρχαίο θέατρο των ΦΙΛΙΠΠΩΝ
στέλνει από την Καβάλα στην σύζυγο του τέσσερις επιστολές με ημερομη-
νίες:
27/5/1964 (αυτή η επιστολή στάλθηκε στην Αθήνα, από την Καβά-
λα)
11/7/1964 (από την Καβάλα προς Πρέβεζα, όπου είχε μεταβεί για
διακοπές η κα Λένα Εγγονοπούλου)
Από την Καβάλα προς Πρέβεζα εστάλησαν και οι επιστολές με ημερο-
μηνίες 15/7/1964 και 16/7/1964.
Στην πρώτη επιστολή ο Νίκος Εγγονόπουλος αρχίζει με την φράση:
«Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, όπως τα παραμύθια». Και λίγο πιο κάτω
περιγράφει την Καβάλα, έτσι όπως μόνο εκείνος γνώριζε να την περιγράφει:
«…Η Καβάλα είναι μια περίεργη πόλις. Ανεβαίνεις σε μια κορφή βουνού.
Μόλις φτάσεις στην κορφή κατεβαίνει τ’ αυτοκίνητο από ιλιγγιώδεις
κορδέλες: στους πρόποδες του βουνού είναι αμφιθεατρικά χτισμένη η πόλη.
Έχει όλο λόφους χτισμένους. Στον πιο ψηλό είναι ένα κάστρο. Πάνω απ’
όλα αυτά περνά ένα ρωμαϊκό υδραγωγείο, τεράστιο. Το ξενοδοχείο είναι
καλό, «Αστέρας». Απ’ την μπαλκονόπορτα ζήτησα να βλέπω προς το «Ιμα-
ρέτ».1 Μπρος στην πλατεία είναι το μνήμα της μάνας του Μωχαμέτ Άλη.
Τώρα που επιστρέφαμε, ευτυχώς ο Καραντινός πήγε να συναντήσει κάποιο
παλιό συμμαθητή του. Επωφελήθηκα και συνέχισα μέχρι το «Ιμαρέτ».
Μέσα στη νύχτα είτανε φαντασμαγορικό. Μπήκα μέσα. Καταπληκτικό.
Στοές και οντάδες και βρύσες. Ρώτησα. Ο Νάσερ δεν ενδιαφέρεται πια, το
εγκατέλειψε, και τώρα στεγάζονται φτωχοί. Οι καπνοδόχες άχρηστες στα
μαγερειά. Δεν γίνεται πια το φημισμένο πιλάφι των «που είμουνα και που
βρέθηκα»…»
*
Στην επιστολή της 11/7/1964 ανακοινώνει στη σύζυγο του ότι διαμέ-
νει στο ξενοδοχείο ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Προσπαθεί στα γεύματα να είναι μόνος
αποφεύγοντας τους άλλους συντελεστές της παράστασης – ακόμη και τον
Σωκράτη Καραντινό, τον σκηνοθέτη, και επωφελείται της φασαρίας που
γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις που κατατίθενται πολλές προτάσεις για
την επιλογή της ταβέρνας:
«…Κι’ έτσι και τραβώ σε μιαν άλλη ταβέρνα, μυτιληναίικια, πιο πα-
ραθαλάσσια, που είναι πολύ πιο συμπαθητική, έχει ψαρικά και χόρτα.
Κρασί γιόκ. Και κεί έρχεται και με βρίσκει ο ποτέ μαθηματικός και νυν
καπνέμπορος Πετρίδης, που ζει μόνος εδώ, στο ίδιο ξενοδοχείο με μένα. Έχει
κλείσει το σπίτι του, γιατί φαίνεται πως η γυναίκα του, μαζί με το παιδί
τους, μένει ή στην Αθήνα ή σε κάποιο βουνό. Δεν τον ρώτησα περισσότερο,
γιατί μοιάζει στενοχωρημένος. Πάντως είναι ευγενικός, μιλά λίγο, σοβαρά,
και σωπαίνει «tres a propos”…”
*
Στην επιστολή της 16/7/1964 ο Εγγονόπουλος είναι προβληματισμέ-
νος γιατί θα υποχρεωθεί να κάνει αβαρίες τροποποιώντας τα αρχικά του
σχέδια για τα κοστούμια της παράστασης:
1 Σημείωση του Δ. Δασκαλόπουλου που έχει την φιλολογική επιμέλεια u964 του βιβλίου:
«Ιμαρέτ»: Μνημειακό κτίσμα της Καβάλας, χτισμένο το 1817 από τον Μωχάμετ Άλι. Προ-
οριζόταν για πτωχοκομείο και ιεροδιδασκαλείο. Κατά μαρτυρία της Λένας Εγγονοπούλου, ο
ποιητής το αποκαλούσε «τεμπελχανείο».
«…Έχω ν’ αντιμετωπίσω όχι μόνο την ανικανότητα της ράφτρας αλλά
και την κακή θέληση των ηθοποιών. Ο φουκαράς ο Καραντινός ενθουσιώ-
δης, αλλά δεν βοηθά, γιατί δεν τα καταφέρνει να επιβληθεί…»
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Εγγονόπουλος έχει να αντιμετωπίσει και μια
«πρες κόνφερανς» με ντόπιους δημοσιογράφους. Μετά το πέρας της συνέ-
ντευξης ακολούθησε γεύμα.
«…Είτανε κάτι το αρκετά οδυνηρό, μ’ όλους αυτούς τους χοντρανθρώ-
πους. Εξαίρεση κάπως ο καθηγητής Λαλένης, τύπος «δασκάλου» του
Θεού, που λεν. Δεν έλειπε και ο κακεντρεχέστατος εκείνος συγγραφεύς του
άρθρου, το θυμάσαι, ντόπια ποιητική δόξα, που δε φτάνει ότι είναι τρομερά
κοντός, αλλά και ανόητα ζηλόφθονος και… ζαχαροπλάστης το επάγγελμα.
Ναι, αυτουνού ναι, του είναι απαραίτητη η ψυχανάλυση.
Χτες το απόγευμα που ξεκινούσαμε για τους Φιλίππους, καθώς το προ-
αισθανόμουνα ότι θα μέναμε πολύ αργά. Πρόλαβα και αγόρασα δέκα δραχ-
μών φουντούκια, όπου δω είναι πολύ φρέσκα και πολύ καλά. Φουντούκια
καβουρδισμένα. Επιστρέψαμε στις 2. Την υπόλοιπη νύχτα εκρίθηκα: που να
κλείσω μάτι με το έρμο το στομάχι που έχω και με τα φουντούκια…»
Βέβαια η τελευταία παράγραφος δεν είναι έξω από την ιδιοσυγκρασία
του Εγγονόπουλου που απεχθάνονταν τις συνεντεύξεις και τις φωτογρα-
φίες. Στους δημοσιογράφους απαγόρευε να κρατούν μαγνητοφωνάκι όταν
τους μιλούσε και οι φωτογραφίες του που έχουν δει το φως της δημοσιό-
τητας είναι ελάχιστες. «Αρνήθηκε να προβεί σε «δηλώσεις» εξηγώντας
πόσο άχρηστες θα ήσαν και μάταιες» γράφει ο Απ. Σπανοβασίλης στο
«ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΑΪΡΟΥ» (22/2/1954). «Είμαστε οι πρώτοι δημοσιογράφοι
που παραβιάζουμε το άβατο του εργαστηρίου του, εδώ και πολλά χρόνια»
διαβάζουμε σε κείμενο στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 17/9/1976 που
υπογράφουν οι Γ. Λιάνης και Φ. Πετραλιά.
«Αν και τον κουράζει ο θόρυβος που προκαλεί μια συνέντευξη, ο Εγγονό-
πουλος, δέχθηκε μια συζήτηση…» γράφει ο Α. Δεληγιάννης στο «ΒΗΜΑ»
της Κυριακής 6/1/1980. Στη Φρίντα Μπιούμπη όταν προσπαθεί να του
πάρει μια συνέντευξη της απαντά: «Με τιμάτε σας ευχαριστώ, αλλά όχι
αμέσως. Αφήστε να περάσει λίγος καιρός» «ΙΚΟΝ» (τεύχος 7 – Καλοκαίρι
1981). Αλλά και ο Θοδωρής Μανίκας θα σημειώσει στο «ΒΗΜΑ» (Κυ-
ριακή 5/11/1995): «Την άνοιξη του 1981 χάρη στις καλές προσπάθειες
της κας Ελένης Εγγονοπούλου είχα την ανέλπιστη για έναν u957 νεαρό δημοσι-
ογράφο ευκαιρία να με δεχθεί στο εργαστήριο του ο Νίκος Εγγονόπουλος
για μια συνομιλία».
Θυμάμαι κι εγώ με πόση χαρά η σύζυγος του με έδειχνε πριν από δυο,
τρία χρόνια μια σπάνια φωτογραφεία του Εγγονόπουλου με τον Κόντογλου,
ντυμένοι καλόγεροι που τραβήχτηκε στο Άγιο Όρος πριν από χρόνια και
η οποία κοσμούσε τις σελίδες ενός βιβλίου, για τον δεύτερο, που μόλις είχε
κυκλοφορήσει.
Αλλά μια και αναφερθήκαμε στη δύσκολη επαφή του Εγγονόπουλου με
τους δημοσιογράφους παραθέτω εδώ ένα απόκομμα εφημερίδας που έστειλε
στη σύζυγό του με την επιστολή 11/7/1964. Το κείμενο δημοσιεύθηκε
στις 10 Ιουλίου 1964 στην εφημερίδα της Καβάλας «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»
με τίτλο: «Δια την τραγωδίαν Ιππόλυτος. Ήρχισεν η κατασκευή του σκη-
νικού εις το αρχαίον θέατρον των Φιλίππων. Ομιλεί ο ποιητής και ζωγρά-
φος κ. Νίκος Εγγονόπουλος δια το αριστούργημα του αρχαίου τραγικού
Ευριπίδη».
Ο Εγγονόπουλος και η Εφημερίδα είναι άψογοι. Διαβάζουμε από τις
σημειώσεις του Φιλολογικού Επιμελητή:
Το κείμενο του αποκόμματος έχει ως εξής:
«Εν τω μεταξύ, με την άφιξιν εις Καβάλαν του εξαιρέτου ποιητού και
ζωγράφου κ. Νίκου Εγγονόπουλου, ο οποίος ως γνωστόν φιλοτεχνεί το
σκηνικόν και τα κοστούμια του έργου, ήρχισε συστηματικώς η κατασκευή
του σκηνικού εις το θέατρον των Φιλίππων. Ο κ. Εγγονόπουλος ευρίσκεται
σε συνεχή συνεργασία μετά του κ. Σ. Καραντινού δια την ρύθμισιν όλων
των λεπτομερειών της κατασκευής και της ζωγραφικής εμφανίσεως του
σκηνικού. Χαρακτηριστικόν του πνεύματος που διέπει την εργασίαν του κ.
Ν. Εγγονόπουλου είναι η εξής δήλωσις του σχετική με τον Ιππόλυτον, την
οποίαν ο εκ των κορυφαίων νεοελλήνων ποιητών είχεν την καλωσύνην να
μας κάνει:
«Η Φαίδρα του Ιππολύτου έχει τη χάρη της πικροδάφνης. Ο Ιππόλυτος
έχει τον τίτλο «στεφηφόρος», όχι γιατί φορεί στεφάνι, αλλά γιατί φέρνει,
«φέρει», στεφάνι στην Άρτεμη. Το στεφάνι το φορά ο Θησεύς, χλωρό στε-
φάνι, χρυσό, που το πετά σαν ακούει το άγγελμα της συμφοράς του. Τούτο
το έργο του Ευριπίδη είναι ένα από τα πιο τέλεια (καταπληκτικά τέλειο)
αριστουργήματα θεατρικής δημιουργίας και συνθέσεως. Τι άφταστο, τι
έξοχο θεατρικό παιχνίδι. Προσέφερα μ’ όλη μου την καρδιά τη δουλειά μου
για την πραγματοποίηση του Ιππολύτου στους Φιλίππους κι η χαρά μου
είναι μεγάλη που συνεργάζομαι με τον φίλο μου Σωκράτη Καραντινό, στο
πρόσωπο του οποίου, τι σπάνιο, η αισθητική γίνεται ένα με την ηθική»».
Ο ποιητής στην Καβάλα, 1964 - Ν. Εγγονόπουλος

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

"La Loreley" Guillaume Apollinaire



Άνοιξε ωραία και μεγάλη κουβέντα η φίλη μας η Αγγέλα για την Ποίηση, για την κοπιαστική δουλειά που αυτή προστάζει και για τους "κανόνες" που θα πρέπει να σεβαστεί ο ποιητής αλλά και ο αναγνώστης που θέλει να μετέχει. Τι γίνεται όμως με τη μεταφορά της ποίησης από τόπο σε τόπο (μετάφραση) αλλά και στο χρόνο (διαδοχικές μεταφράσεις με μικρή η μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους); Για τις άλλες μορφές τέχνης τα πράγματα μοιάζουν πιο ξεκάθαρα: ανάμεσα στο εικαστικό έργο και το θεατή του δεν είναι απαραίτητος ο τεχνοκριτικός ούτε ανάμεσα στον βιολονίστα και τον ακροατή του ο δάσκαλος του ωδείου.Με τη βοήθεια των συνδέσμων 1 και 2 και της ....άθλιας φωτογραφίας αφιερώνω την ανάρτηση αυτή στηνΑγγέλα

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

ενα (πολιτικό::) παραμύθι

Η ιστορία μας ξεκινά από το Περού, αυτή την ορεινή χώρα στα υψίπεδα των Άνδεων. Από τη χώρα αυτή λοιπόν έλκει την καταγωγή του ο Μύκης. Στα χέρια μας έφτασε κλεισμένος μέσα σε γυάλινο βάζο και αφού προκάλεσε γέλια και χαχανητά στην παρέα, γκριμάτσες αηδίας στα πρόσωπα, βρέθηκε επιτέλους κάποιος να τον … υιοθετήσει. Διανυκτέρευσε μέσα στο βάζο του στο αυτοκίνητο και την επόμενη μέρα ξεκινά το ταξίδι του για τη Θεσσαλονίκη, η Αθήνα βλέπετε δεν στάθηκε πολύ φιλόξενη γι’ αυτόν. Όπως περνούσε έξω από την Αμερικανική πρεσβεία τα ινδιάνικα γονίδια του αναταράχτηκαν, θυμήθηκε την γενοκτονία των ινδιάνων συμπατριωτών του, την εξώθηση μιας ολόκληρης φυλής στο αλκοόλ και στο περιθώριο, θυμήθηκε τις επεμβάσεις και τις χούντες στους γειτονικούς λαούς. Είχε ακούσει κάποτε για κάποιον ομόηχο του, Μίκης κι αυτός, ψηλός με σγουρά μαλλιά και έμπνευση, πόσο θα ήθελε να του μοιάζει! Αυτόν κανένας δεν τον κορόιδευε, κανένας δεν θα μπορούσε να τον φυλακίσει μέσα σε ένα γυάλινο βάζο. Έπρεπε να κάνει κάτι εντυπωσιακό. Μια κίνηση με ιδιαίτερη σημασία, κάτι που θα τον ανέβαζε στην εκτίμηση των άλλων. Εκείνη την ώρα μια ιδέα άστραψε στο νου του, « να μπορούσε ,λέει, να γίνει χλαπάτσα και να εκτοξευθεί πάνω από την μάντρα της πρεσβείας» να προκαλούσε, λέει, τόσο πανικό στους ισχυρούς όσος πραγματικά θα τους άξιζε! Εκείνη την ώρα ήθελε να ‘χει ένα σύμμαχο για να του ανοίξει το βάζο, τα υπόλοιπα εκείνος τα ήξερε, ένας ένδοξος θάνατος θα ήταν η ευκαιρία του, ενώ τώρα 5-6 παιδιά κι’ ύστερα κοπριά στη γλάστρα. Μ’ αυτά και με ‘κείνα το αυτοκίνητο προσπέρασε και ύστερα έστριψε αριστερά την Αλεξάνδρας. Οι κουβέντες που έφταναν στ’ αυτιά του έδειχναν ανθρώπους τρυφερούς και ευαίσθητους αλλά που δεν έμοιαζαν να συμμερίζονται τις σκέψεις του.
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα, που το πέρασε ολόκληρο στο πάτωμα του λεωφορείου με το βάζο του ερμητικά κλεισμένο ( θαρρείς και είχε μεταδοτική αρρώστια) , επιτέλους, κάποτε έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Ετσι όπως τον μετέφεραν αυτόν και το κλειστό του βάζο (είχε αρχίσει ήδη να έχει αναπνευστικό πρόβλημα μετά από τόση κλεισούρα) από το λεωφορείο στο αυτοκίνητο, πήρε το μάτι του ένα τόσο δα ποντικάκι. Θαρρείς και έκανε την πρώτη του βόλτα, Μίκυ κι’ αυτός, ομόηχος και σύντροφος στην προκατάληψη και στην αποστροφή που του έδειχναν οι άνθρωποι, καταδικασμένος να ζει κάτω απ’ τη γη, στους υπονόμους, και μόνο κλεφτά να βγαίνει στην επιφάνεια.
Μ’ αυτές τις σκέψεις για τους δυο ομόηχους συντρόφους του συνεχίζει το ταξίδι του προς το άγνωστο, μέσα από την κατσαρόλα τώρα πια. Δε βλέπει παρά το ταβάνι. Να ήταν τουλάχιστον διάφανη….μπορεί κανείς να κοιτά συνέχεια ένα ταβάνι?