Η ιστορία μας ξεκινά από το Περού, αυτή την ορεινή χώρα στα υψίπεδα των Άνδεων. Από τη χώρα αυτή λοιπόν έλκει την καταγωγή του ο Μύκης. Στα χέρια μας έφτασε κλεισμένος μέσα σε γυάλινο βάζο και αφού προκάλεσε γέλια και χαχανητά στην παρέα, γκριμάτσες αηδίας στα πρόσωπα, βρέθηκε επιτέλους κάποιος να τον … υιοθετήσει. Διανυκτέρευσε μέσα στο βάζο του στο αυτοκίνητο και την επόμενη μέρα ξεκινά το ταξίδι του για τη Θεσσαλονίκη, η Αθήνα βλέπετε δεν στάθηκε πολύ φιλόξενη γι’ αυτόν. Όπως περνούσε έξω από την Αμερικανική πρεσβεία τα ινδιάνικα γονίδια του αναταράχτηκαν, θυμήθηκε την γενοκτονία των ινδιάνων συμπατριωτών του, την εξώθηση μιας ολόκληρης φυλής στο αλκοόλ και στο περιθώριο, θυμήθηκε τις επεμβάσεις και τις χούντες στους γειτονικούς λαούς. Είχε ακούσει κάποτε για κάποιον ομόηχο του, Μίκης κι αυτός, ψηλός με σγουρά μαλλιά και έμπνευση, πόσο θα ήθελε να του μοιάζει! Αυτόν κανένας δεν τον κορόιδευε, κανένας δεν θα μπορούσε να τον φυλακίσει μέσα σε ένα γυάλινο βάζο. Έπρεπε να κάνει κάτι εντυπωσιακό. Μια κίνηση με ιδιαίτερη σημασία, κάτι που θα τον ανέβαζε στην εκτίμηση των άλλων. Εκείνη την ώρα μια ιδέα άστραψε στο νου του, « να μπορούσε ,λέει, να γίνει χλαπάτσα και να εκτοξευθεί πάνω από την μάντρα της πρεσβείας» να προκαλούσε, λέει, τόσο πανικό στους ισχυρούς όσος πραγματικά θα τους άξιζε! Εκείνη την ώρα ήθελε να ‘χει ένα σύμμαχο για να του ανοίξει το βάζο, τα υπόλοιπα εκείνος τα ήξερε, ένας ένδοξος θάνατος θα ήταν η ευκαιρία του, ενώ τώρα 5-6 παιδιά κι’ ύστερα κοπριά στη γλάστρα. Μ’ αυτά και με ‘κείνα το αυτοκίνητο προσπέρασε και ύστερα έστριψε αριστερά την Αλεξάνδρας. Οι κουβέντες που έφταναν στ’ αυτιά του έδειχναν ανθρώπους τρυφερούς και ευαίσθητους αλλά που δεν έμοιαζαν να συμμερίζονται τις σκέψεις του.
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα, που το πέρασε ολόκληρο στο πάτωμα του λεωφορείου με το βάζο του ερμητικά κλεισμένο ( θαρρείς και είχε μεταδοτική αρρώστια) , επιτέλους, κάποτε έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Ετσι όπως τον μετέφεραν αυτόν και το κλειστό του βάζο (είχε αρχίσει ήδη να έχει αναπνευστικό πρόβλημα μετά από τόση κλεισούρα) από το λεωφορείο στο αυτοκίνητο, πήρε το μάτι του ένα τόσο δα ποντικάκι. Θαρρείς και έκανε την πρώτη του βόλτα, Μίκυ κι’ αυτός, ομόηχος και σύντροφος στην προκατάληψη και στην αποστροφή που του έδειχναν οι άνθρωποι, καταδικασμένος να ζει κάτω απ’ τη γη, στους υπονόμους, και μόνο κλεφτά να βγαίνει στην επιφάνεια.
Μ’ αυτές τις σκέψεις για τους δυο ομόηχους συντρόφους του συνεχίζει το ταξίδι του προς το άγνωστο, μέσα από την κατσαρόλα τώρα πια. Δε βλέπει παρά το ταβάνι. Να ήταν τουλάχιστον διάφανη….μπορεί κανείς να κοιτά συνέχεια ένα ταβάνι?
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Βρε! μη μου το σκάσετε το παιδί...
Να παίρνει ανάσα!
Να μας πεις τα αποτελέσματα, μετά την κατσαρόλα...
Ελπίζω να έχει καταποθεί ήδη. Αλλά όχι από εσάς βεβαίως. Θυμίζω πάντως και το αμερικάνικο προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Καλά που δεν άκουσε όλα αυτά τα σχόλια που το αφορούσαν το δύστυχο πλάσμα, τρομοκράτης ταλιμπάν θα γινόντανε! Καλόπιοτο!
Τις συμμερίζονταν, τις συμμερίζονταν τις σκέψεις του οι τρυφεροί και ευαίσθητοι άνθρωποι του αυτοκινήτου! -ο ένας τουλάχιστον από αυτούς :)))άλλο... τον έσωσε. Είχε όμως δίκιο. Ο ένδοξος θάνατος θα ήταν πολύ καλύτερος από το να κοιτάει το...ταβάνι εφ' όρου ζωής!
Φιλιά σε όλους, ήμουν αδιάθετη αυτές τις μέρες!!!
Επίκουρε καλώς όρισες.
Δημοσίευση σχολίου